- θαρρήσῃς
- θαρσέωto be of good courageaor subj act 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάτην — (ΑM μάτην, Α δωρ. τ. μάταν) επίρρ. 1. μάταια, άσκοπα, ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα (α. «ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν», Πίνδ. β. «τὰ μηδὲν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. φρ. «εις μάτην» ή «επί μάτην» μάταια, άδικα, ανώφελα, τού κάκου αρχ. 1 … Dictionary of Greek